- ἐμπαιγμονή
- ἐμπαιγμονή, ῆς, ἡ (hapax leg.; s. ἐμπαίζω) an act of ridicule or derision, mocking ἐλεύσονται ἐν ἐ. ἐμπαῖκται mockers will come w. their mocking 2 Pt 3:3. S. ἐμπαίζω.—DELG s.v. παῖς p. 849. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.